ἄταις

ἄταις
ἄ̱ταις , ἄτη
bewilderment
fem dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ἄταις — Ἄτη fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομαυλία — ὁμαυλία, ἡ (Α) [όμαυλος (Ι)] (ποιητ. τ.) συγκατοίκηση («τὶς λόγῳ... φράσει... ἄταις τε συννόμους βροτῶν συζύγους ὁμαυλίας;», Αισχύλ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”